- παραινετικῶς
- παραινετικόςhortatoryadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραινετικός — ή, ό / παραινετικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραινέτης] 1. αυτός που εμπεριέχει παραίνεση, συμβουλή, συμβουλευτικός 2. αυτός που εμπεριέχει προτροπή, ενθάρρυνση, παρακινητικός, προτρεπτικός. επίρρ... παραινετικώς και ά / παραινετικῶς, ΝΑ με παραινετικό… … Dictionary of Greek